- αδιάθετος
- -η, -ο (ΑΜ ἀδιάθετος, -ον)1. αυτός που πεθαίνοντας δεν άφησε διαθήκη2. αυτός που κληρονομήθηκε χωρίς διαθήκηνεοελλ.1. αυτός που δεν έχει διάθεση, δηλ. σωματική ή ψυχική ευεξία, κακοδιάθετος, ελαφρά άρρωστος2. αυτός που δεν διατέθηκε ή δεν χρησιμοποιήθηκε για κάποιο σκοπό («αδιάθετο κεφάλαιο»)3. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν διατέθηκε στην αγορά, απούλητος, αξόδευτοςμσν.αυτός που δεν τέθηκε σε τάξη, ο μη διατεταγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + διατίθημι.ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαθεσία, αδιαθετώ].
Dictionary of Greek. 2013.